Dictionary of Greek. 2013.
αναπαμός — αναπαμός, ο και ανάπαμα, το το ξεκούρασμα, η ανάπαυση: Αυτός ο άνθρωπος αναπαμό δεν έχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπαημός — ο βλ. αναπαμός … Dictionary of Greek